- θήπω
- θήπω (Α)1. απατώ, εξαπατώ2. (κατά τον Ησύχ.) «ἐπιθυμῶ, θαυμάζω».
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σαπύλλειν — Α (κατά τον Ησύχ.) «σαίνειν. Ρίνθων». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αποτελεί, κατά την πιθανότερη άποψη, εκφραστικό παρ. σχηματισμένο από το ρ. σαίνω «κουνώ την ουρά, κολακεύω», κατ επίδραση τού σαπρός. Η άποψη ότι ο τ. συνδέεται με το ρ. θήπω «απατώ, εξαπατώ,… … Dictionary of Greek